Η Σινασός της Καππαδοκίας.

Σωματείο των καταγόμενων από τη Σινασό Καππαδοκίας.
Έτος ιδρύσεως 1925
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 1986.

Σινασός της Καππαδοκίας

Συνοπτικό ιστορικό της Σινασού

Λίγα λόγια για την Νέα Σiνασό.

Η Σινασός της Καππαδοκίας

Η Σινασός βρίσκεται σε μια πανέμορφη τοποθεσία στην καρδιά της Καππαδοκίας, στην κεντρική Μικρά Ασία. Απέχει 360 περίπου χλμ. νοτιοανατολικά από την Άγκυρα, και 50 περίπου χλμ. νοτιοδυτικά από την Καισάρεια. Το έδαφος της Καππαδοκίας προέρχεται από ηφαιστειακή λάβα του ανενεργού πλέον ηφαιστείου Αργαίον όρος. Η περιοχή είναι γεμάτη με κωνόλιθους διαφόρων σχημάτων που λαξεύτηκαν στη διάρκεια των αιώνων από τον χρόνο, τις καιρικές συνθήκες αλλά και τους ανθρώπους. Κατοικίες, σκήτες, μοναστικά κέντρα, σκαλιστές στα βράχια εκκλησίες με σημαντικές αγιογραφίες, πολιτείες ολόκληρες σκαμμένες στο υπέδαφός της, σώζονται μέχρι και σήμερα.

Σχετικά με το ιστορικό παρελθόν της Σινασού υπάρχουν λιγοστά  τεκμηριωμένα στοιχεία. Η παλαιότερη αναφορά για τη Σινασό, βρίσκεται σ’ ένα οθωμανικό κατάστιχο του 1476 με το όνομα Sinasoun. Το όνομά της, κατά την επικρατέστερη άποψη, το πήρε από τη σημιτική λέξη Σιν που σημαίνει ήλιος και το καταληκτικό -ασσός, που σημαίνει πόλις. Δηλαδή Σινασός = Ηλιούπολη. Η Σινασός ήταν ένα από τα 4-5 ελληνόφωνα χωριά της Καππαδοκίας, οι σινασίτες δε είχαν έντονο το χριστιανικό ορθόδοξο συναίσθημα, αλλά και ισχυρό εθνικό φρόνημα από την ελληνική καταγωγή τους. Από μεταγενέστερες πηγές γνωρίζουμε ότι από το 1769 την διοίκηση της Κοινότητας ασκούσαν δύο δημογεροντίες, Ελληνική και Τουρκική, των οποίων τα μέλη ήταν εκλεγμένα από την κοινότητα. Η ελληνική Δημογεροντία είχε πολλές αρμοδιότητες, μέχρι και την απονομή δικαιοσύνης, αφού μπορούσε να επιλύσει και προσωπικές διαφορές αλλά και ποινικά ζητήματα, όπως π.χ. δίκασε Οθωμανό βιαστή και τον έστειλε εξορία. Κράτος εν κράτει δηλαδή !

Η ευσέβεια, χαρακτηριστικό των κατοίκων της Αγιοτόκου Καππαδοκίας, ήταν πολύ έντονη και στους Σινασίτες. Στην κωμόπολη υπήρχαν δύο ενοριακοί ναοί, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (στο «Μισιχώρ», στην κεντρική πλατεία του χωριού, όπου τα τελευταία χρόνια ο Παναγιότατος Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος τελεί Θεία Λειτουργία), και των Αγίων Ταξιαρχών, (στη Νέα συνοικία ), το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου που ήταν ο πολιούχος της Σινασού, ( το οποίο ήταν διώροφο λαξευμένο σε τεράστιο κωνόλιθο), καθώς και περί τα 40 παρεκκλήσια, άλλα κτιστά και άλλα σκαλιστά,μέσα και γύρω από το χωριό, τα περισσότερα από τα οποία ήταν ιδιωτικά.

Η γεωγραφική θέση και οι κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν, ωθούσαν τους Σινασίτες από την ηλικία των 12 ετών περίπου, να ξενιτεύονται στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζονταν σκληρά. Ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο του μαύρου χαβιαριού,(στο οποίο είχαν και το μονοπώλιο με ειδική Συντεχνία και Καταστατικό), αλιπάστων, εδώδιμων αποικιακών, τροφοδοσία πλοίων, ναυτιλιακών χρωμάτων κ.λ.π. Ήταν πράγματι πολύ επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Τα οικονομικά οφέλη τους τα διέθεταν, όχι μόνο για τις οικογένειες τους που ζούσαν στο χωριό, αλλά και για έργα στη κοινότητα, όπως το κτίσιμο εκκλησιών, σχολείων, κοινοτικών έργων, δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και ενίσχυσης των απόρων και αναξιοπαθούντων συμπολιτών τους, Χριστιανών ή Οθωμανών κ.ά.

Οι Σινασίτες με την ευρύτητα πνεύματος που τους διέκρινε, είχαν αντιληφθεί από πολύ νωρίς τη σπουδαιότητα της Ελληνικής εκπαίδευσης για την οποία διέθεταν το μεγαλύτερο κονδύλι του κοινοτικού προϋπολογισμού. Στη Σινασό μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα όπως ακριβώς στην Ελλάδα, ενώ στο σχολείο μάθαιναν την τουρκική σαν δεύτερη γλώσσα. Το 1821 συστάθηκε, με Σιγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, το περίφημο Αρρεναγωγείο της Σινασού που ήταν από τα λαμπρότερα εκπαιδευτήρια της Καππαδοκίας και αργότερα, το 1869, το Παρθεναγωγείο. Σχολική Επιτροπή προσλάμβανε δασκάλους και δασκάλες κυρίως από την Ελλάδα. Η εκπαίδευση δε ήταν δωρεάν και υποχρεωτική για όλα τα Σινασιτόπουλα.

Όνειρο όλων των ξενιτεμένων ήταν να επιστρέψουν καταξιωμένοι στην πατρίδα τους όπου έκτιζαν πολυδάπανα αρχοντικά υψηλής αισθητικής και αρχιτεκτονικής σπουδαιότητας, με εσωτερικές τοιχογραφίες, σκαλιστά διακοσμητικά φορούσια, μαιάνδρους, μοναδικές εξώπορτες κ.λ.π. Ένα τμήμα από τα σπίτια ήταν σκαλισμένο στο μαλακό βράχο και το υπόλοιπο, κυρίως η πρόσοψη, ήταν κτιστό. Σήμερα η Σινασός, η οποία ονομάζεται Μουσταφάπασά, έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέος οικισμός από την ΟΥΝΕΣΚΟ, αλλά τα περισσότερα αρχοντικά μετατρέπονται σε Πανσιόν για τουριστικούς λόγους. Τα κτήρια που έχουν διασωθεί αλλά και αυτά που είναι ερειπωμένα, μαρτυρούν τον πολιτισμό των κατοίκων της.

Τα πανηγύρια, οι αρραβώνες, οι γάμοι, η επιστροφή των ξενιτεμένων και οι διάφορες ονομαστικές εορτές, αποτελούσαν για τους Σινασίτες αφορμές για πολυάνθρωπες κοινωνικές συναθροίσεις και διασκεδάσεις, όπου όλοι σχεδόν χόρευαν και τραγουδούσαν.

Στα πανηγύρια και στα γλέντια του χωριού, οι γυναίκες, τραγουδώντας τα ελληνικότατα παραδοσιακά τραγούδια, χόρευαν τους κλειστούς κυκλικούς χορούς, (που πιθανόν να προέρχονταν από τους Κύκλιους χορούς των αρχαίων Ελλήνων), που είχαν αργά βήματα και απλές κινήσεις, με χάρη και σοβαρότητα. Χόρευαν και τον πανελλήνιο Συρτό, μόνοι αυτοί σ’ όλη την Καππαδοκία, με τη συμμετοχή φυσικά και ανδρών. Επίσης, μόνο οι άνδρες, χόρευαν τον αντικριστό χορό των κουταλιών, τον γνωστό σ’ όλη την Καππαδοκία Κόνιαλι, και οι γυναίκες τον μοναδικό αντικριστό ΄Ισο, χορό λιτό, απέριττο, τελετουργικό, όλο χάρη αλλά και σεμνότητα, που τον χόρευαν έτσι, μόνο στη Σινασό. Οι Σινασίτες είχαν επίσης και αρκετά παλαιά Ακριτικά τραγούδια, καθώς είναι γνωστό ότι η Καππαδοκία θεωρείται σαν η κατ’ εξοχήν περιοχή του Διγενή Ακρίτα.Οι γυναικείες δε παραδοσιακές φορεσιές της Σινασού  μεταξωτές, βελούδινες, ασημοκέντητες και χρυσοκέντητες, αποτελούσαν εξαιρετικά δείγματα Μικρασιάτικης λαϊκής φορεσιάς.

Αμέσως μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδος -Τουρκίας του 1924, που ήταν αποτέλεσμα της μικρασιατικής καταστροφής του ’ 22, το πνεύμα αλληλεγγύης που χαρακτήριζε τους Σινασίτες, τους οδήγησε, το 1925, στην ίδρυση του Σωματείου «Η ΝΕΑ ΣΙΝΑΣΟΣ», ένα από τα πρώτα και πιο δραστήρια προσφυγικά σωματεία, με έδρα τον Πειραιά. Οι σκοποί του Σωματείου, σύμφωνα με το αρχικό Καταστατικό αφορούσαν κυρίως στα θέματα εγκατάστασης των προσφύγων πλέον Σινασιτών στη νέα τους πατρίδα, στην περισυλλογή και διαφύλαξη της διασωθείσης περιουσίας και κειμηλίων της πάλαι ποτέ Σινασού , στη διατήρηση και ανάδειξη του πολιτισμού και των ηθών και εθίμων της κ.λ.π. Οι σκοποί αυτοί, προσαρμοσμένοι στη διαχρονική πραγματικότητα, καθορίζουν την πορεία του Σωματείου μέχρι και σήμερα. Το 1986 τιμήθηκε με Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών, για την 60ετή μέχρι τότε επιτυχή δραστηριότητά του. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Καππαδοκικών Σωματείων, η οποία δεν υφίσταται πλέον. Είναι ιδρυτικό μέλος της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος και της Πανελλήνιας Ένωσης Καππαδοκικών Σωματείων. Στη βόρειο Εύβοια υπάρχει και κωμόπολη Νέα Σινασός που υπάγεται στην Ιστιαία.

Έτσι, η Σινασός της Καππαδοκίας, μια μικρή κωμόπολη στα βάθη της Ανατολής, με την ελληνική γλώσσα, τα σχολεία της, τις εκκλησιές της, τον πολιτισμό της και τα ελληνικότατα τραγούδια και χορούς της, κράτησε ψηλά τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία μέχρι την Ανταλλαγή του 1924.

Άξια λοιπόν ο μεγάλος Ελβετός ιστορικός Ανρύ Γκρεκουάρ την χαρακτήρισε «Εστία ελληνικής Αναγέννησης στην Καππαδοκία» και ο μακαριστός Μητροπολίτης Καισαρείας Κλεόβουλος είπε γι’ αυτήν : «Όασις εν ερήμω, Αστήρ εν τω σκότει, Αθήναι εν Μικρά Ασία».

 

Τα αρχοντικά της Σiνασού

Περίφημα είναι τα αρχοντικά της Σινασού, με πλούσιο εξωτερικό και εσωτερικό διάκοσμο αποτελούμενο από σκαλίσματα, μαιάνδρους και τοιχογραφίες. Για όλα αυτά η Σινασός έχει χαρακτηριστεί από ιστορικούς ως “εστία ελληνικής αναγέννησης στην Καππαδοκία”.

Όλα τα αρχοντικά είχαν πολύ υψηλό μανδρότοιχο ύψους περίπου 2,5-3 μέτρων πάχους 60 εκ ως 100εκ. Με τον τρόπο αυτό, αφ’ ενός φρόντιζαν για την ασφάλειά τους και απόφευγαν τις ζηλόφθονες ματιές των αλλοθρήσκων περαστικών και αφ’ ετέρου για να προστατεύσουν το μεν χειμώνα το εσωτερικό των αυλών από το υπερβολικό κρύο που προερχόταν από τις συσσωρευμένες μεγάλες ποσότητες χιονιού που κάλυπταν τους δρόμους και το καλοκαίρι, αντίθετα, από τη πολλή ζέστη. Για τους ίδιους σχεδόν λόγους τα παράθυρα του ισογείου είναι λίγα, μακρόστενα και τοποθετούνται ψηλά. Κυρίως όμως παράθυρα κατασκευάζονται στους πάνω ορόφους.

Η αυλόπορτα είναι πάντα προσεγμένη και τονισμένη με διακοσμήσεις. Γύρω από την αυλή υπήρχε σκεπαστό περιστύλιο γύρω – γύρω και πέραν αυτού ο χώρος υποδοχής «το καλό κάμαρη» και το καθημερινό καθιστικό, όπου εκεί η νοικοκυρά προγραμμάτιζε και οργάνωνε τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν στο σπίτι ή στα κτήματα. Οι αποθήκες όπου έβαζαν τα εργαλεία και στην μεγαλύτερη από αυτές, που την έλεγαν «Μεγασπίτ», τοποθετούσαν έπιπλα, μαγειρικά σκεύη, ρούχα δουλειάς και εργαλεία που δεν τα χρησιμοποιούσαν καθημερινά. Η αποθήκη με κελάρια και εσοχές στους τοίχους όπου η οικοδέσποινα αποθήκευε τρόφιμα και ποτά, που δεν χρειαζόντουσαν ειδικό τρόπο συντήρησης, όπως παστά, χαβιάρια, αυγοτάραχα, πετμέζια, μαρμελάδες, κλπ που έστελναν οι άντρες τους από τη Πόλη και τέλος στην αυλή υπήρχε το αποχωρητήριο, το κοτέτσι, φτιαγμένο να ακουμπά στο μανδρότοιχο όπου άνοιγαν μία τρύπα για να έχουν έξοδο τα πουλερικά και ο στάβλος, κατάλληλα διαρρυθμισμένος, όπου προφύλαγαν τα ζώα, αποθήκευαν τις ζωοτροφές και τα καύσιμα υλικά.Σε πολλά πλούσια αρχοντικά στο ισόγειο υπήρχε και άλλος χώρος υποδοχής και φιλοξενίας με υπερυψωμένο δάπεδο από αυτό της αυλής, για τους επισκέπτες ή τους φιλοξενούμενους.Ο πιο σημαντικός χώρος ήταν ο υπόγειος πατός, λαξευμένος βαθιά στο μαλακό βράχο, κάτω από την αυλή. Χώρος σκοτεινός, που αεριζόταν και φωτιζόταν από μια τρύπα ανοιγμένη στη οροφή του.Εκεί αποθήκευαν το κρασί και διατηρούσαν τα φρούτα τους. Τα σταφύλια, τα κρέμαγαν σε κλαδιά αποξηραμένα, συνήθως από θάμνο κεχριού που είχε συμμετρικά και αντικριστά κλαδιά και τα οποία τα έχωναν για στήριξη στη άμμο, για να στεγνώσουν χωρίς να ακουμπάνε τα τσαμπιά μεταξύ τους και τις χειμερινές γιορτές τα έβαζαν μέσα στο κόκκινο κρασί, φούσκωναν και τα προσέφεραν, ιδίως στις «Βεγγέρες».Τα μήλα και τα αχλάδια τα τοποθετούσαν πάνω σε ψιλή άμμο μέσα σε λαξευμένες φάτνες και έτσι μένανε νωπά όλο το χειμώνα, όπως και τα πεπόνια τυλιγμένα με άχυρα. Τα τυριά τα διατηρούσαν μέσα σε πήλινα δοχεία, «Τσικιά», τα οποία έκλειναν με ειδικά πανιά και τα έβαζαν ανεστραμμένα μέσα στη άμμο και ασφαλώς οτιδήποτε άλλο που έπρεπε να συντηρηθεί. Δηλαδή είχαν το φυσικό τους ψυγείο.

Και τέλος, στο ισόγειο ήταν υπερυψωμένο, το «χειμωνικό» δηλαδή το μαγειρείο. Μέσα σ’ αυτό και στο κέντρο του δαπέδου βρισκόταν το τουντούρ ή ταντούρ (tantir) που το συναντάμε σ’ όλη τη Καππαδοκία και γενικά σ’ όλη την Μέση Ανατολή. Ήταν η εστία ή ο φούρνος του σπιτιού αλλά και το μέσο της θέρμανσης μαζί με τα μαγκάλια ή αργότερα τις σόμπες.

Έσκαβαν βαθιά το βράχο στο δάπεδο του μαγειρείου και μέσα τοποθετούσαν ένα κεραμικό κύλινδρο ύψους ενός μέτρου περίπου με διάμετρο 60-80εκ και πάχος 2-3εκ. Γύρω-γύρω για μόνωση γέμιζαν τα κενά με ειδικές πέτρες και ορυκτό αλάτι. Στη άκρη του πυθμένα τοποθετούσαν μια πήλινη σωλήνα για να παίρνει αέρα η φωτιά από την αυλή. Εκεί μαγείρευαν ή κατόπιν προεργασίας έψηναν τα ψωμιά που τα κολλούσαν στα τοιχώματα του κυλίνδρου. Στη οροφή του μαγειρείου και στη θέση του ταντουριού υπήρχε τρύπα για τον εξαερισμό η λεγομένη «καπινή».Όταν τελείωναν σκέπαζαν την εστία με μια επίπεδη πέτρα και παρέμενε η μόνιμη θέρμανση όλου του εικοσιτετράωρου.

Στους πάνω ορόφους οδηγούσε σκάλα που ξεκίναγε σχεδόν πάντα από την αυλή, πλάτους ενός μέτρου και που το κάθε σκαλοπάτι της ήταν μία μονοκόμματη πέτρα σκαλισμένη στα πλάγια, ενσωματωμένη στη μία άκρη της στο τοίχο. Στη άκρη της βρίσκεται καλοδουλεμένο σιδερένιο κάγκελο, για λόγους ασφαλείας.Στο πάνω όροφο υπήρχαν οι επίσημοι χώροι υποδοχής με ζωγραφικές διακοσμήσεις και τοιχογραφίες, με μεγάλα υπνοδωμάτια, χώρους υποδοχής καλυμμένους με χαλιά και ανάλογα έπιπλα.

Επίσης βρίσκουμε ντουλάπες σ’ όλα τα υπνοδωμάτια από ατόφιο σκαλισμένο ξύλο και χαλιά να καλύπτουν το πάτωμα και τους τοίχους.

Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούν ξύλινες στέγες με κεραμίδια αντί των θολωτών ή αψιδωτών ή ξύλινων κατασκευών, όπου γέμιζαν τις ταράτσες με ένα παχύ στρώμα αργίλου και ηφαιστείου τόφου, επικλινή, συμπιεσμένο με ένα βαρύ κύλινδρο, τον «κυλιντήρα». Έτσι επιτύγχαναν να φεύγουν γρήγορα τα νερά της βροχής από τα ειδικά περίτεχνα λούκια και από την άλλη η στρώση αυτή να τους παρέχει μόνωση χειμώνα-καλοκαίρι. Ας σημειωθεί ότι το οθωμανικό καθεστώς απαγόρευε τη κατασκευή στέγης με κεραμίδια στα σπίτια των χριστιανών –για να υστερούν σε εμφάνιση από τα μουσουλμανικά – μέχρι το 1856 που προαναφέραμε.

Οι όψεις είναι πολύ προσεγμένες με αισθητική τελειότητα και άρτια κατασκευή. Χρησιμοποιούσαν τόξα, κόγχες και εσοχές. Λάξευαν μαιάνδρους, αχιβάδες, ρόδακες, σταυρούς, πουλιά και πολλά άλλα διακοσμητικά στοιχεία μεταξύ των οποίων ήταν και λέοντες, στοιχείο διακοσμητικό περσικής επιρροής.

Στα σημεία στήριξης του εξωτερικού τοίχου του πάνω ορόφου υπήρχαν πρόβολοι ή φουρούσια που τα λάξευαν σε διάφορα σχήματα έτσι ώστε να προσδίδουν μια ανάλαφρη αίσθηση στον όγκο της κατασκευής. Στα περισσότερα αρχοντικά βρίσκουμε ξύλινα ταβάνια με διακοσμήσεις ή ζωγραφικές παραστάσεις όπως και στα κοιλώματα των τοίχων εν είδη τουαλέτας της οικοδέσποινας (Μπουντουάρ) ή στους τοίχους από τη μυθολογία ή την ελληνική ύπαιθρο, από Σινασίτες ζωγράφους ή ξένους, φερμένους από την Πόλη.

Πάνω από τη κυρία είσοδο τοποθετούσαν το «βυζαντινό» φεγγίτη σε σχήμα κυκλικό ή ωοειδές και πρόσεχαν ιδιαίτερα την αυλόπορτα με περίτεχνες επιβλητικές διακοσμήσεις και λαξεύσεις.

Οι Σινασίτες αγαπούσαν την πρόοδο και τη δημιουργία.Γαλουχημένοι με τα νάματα της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής παιδείας πρόκοψαν και μεγαλούργησαν στα βάθη της Ανατολής.

Γαλουχημένοι με τα νάματα της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής παιδείας πρόκοψαν και μεγαλούργησαν στα βάθη της Ανατολής.

Άλλωστε, για αυτό το λόγο είχε αποκαλέσει τη Σινασό, ο Μακαριστός Μητροπολίτης Καισαρείας Κλεόβουλος ( 1871-1876) «Αστήρ εν τω σκότει, όασις εν ερήμω, Αθήναι εν Μικρά Ασία » .

 

Πηγή:https://www.palmosev.gr

Εκκλησίες στην Σινασό.

Στη Σινασό υπήρχαν δύο εκκλησίες, η μία των Παμμέγιστων Ταξιαρχών και ο ναός Κωνσταντίνου και Ελένης, ο οποίος είναι ο μόνος που σώζεται σήμερα. Υπήρχαν επίσης ένα μοναστήρι και περίπου 40 παρεκκλήσια.